- καρούμπα
- η1. ξύλο τού εμπορίου αμερικανικής προέλευσης2. καρούλα, εξόγκωμα στο κεφάλι από χτύπημα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. quaruba, άγνωστης ετυμολ. Ίσως η προέλευσή του να είναι πορτογαλική].
Dictionary of Greek. 2013.