καρούμπα

καρούμπα
η
1. ξύλο τού εμπορίου αμερικανικής προέλευσης
2. καρούλα, εξόγκωμα στο κεφάλι από χτύπημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. quaruba, άγνωστης ετυμολ. Ίσως η προέλευσή του να είναι πορτογαλική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καρούμπα — η και καρούμπαλο, το εξόγκωμα που σχηματίζεται κυρίως στο κεφάλι ύστερα από χτύπημα: Έκαμε ένα καρούμπαλο στο κεφάλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”